H Διεθνής Ένωση κατά της Επιληψίας και το Διεθνές Γραφείο Επιληψίας ορίζουν την επιληψία ως μια διαταραχή του εγκεφάλου που χαρακτηρίζεται από μια διαρκή προδιάθεση για τη δημιουργία επιληπτικών κρίσεων με τις βιολογικές, γνωστικές, ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειεςαυτής της κατάστασης. Αυτή η συσχέτιση μπορεί να αντικατοπτρίζει την ανατομική και νευροβιολογική πηγή τόσο των
επιληπτικών κρίσεων όσο και των συμπεριφορικών εκδηλώσεων.
Τα αντιεπιληπτικά φάρμακα μπορούν να διαδραματίσουν ένα ρόλο στη γένεση ψυχιατρικών συμπτωμάτων , ενώ από την άλλη πλευρά, μερικά ψυχοτρόπα φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν επιληπτικές κρίσεις.
Σήμερα, οι επιληπτικές κρίσεις θεωρούνται ως ηλεκτρομαγνητικές εκκενώσεις στον εγκέφαλο σε άτομα με προδιάθεση, που οφείλονται εν μέρει σε υποτιθέμενους γενετικούς παράγοντες, υποκείμενες νευρολογικές διαταραχές και σε μεγάλο βαθμό άγνωστους νευροχημικούς μηχανισμούς.
Παράγοντες στη σχέση μεταξύ της επιληψίας και των διαταραχών της συμπεριφοράς
Οι μηχανισμοί για να δημιουργηθεί μια σχέση μεταξύ επιληψίας και συμπεριφορικών διαταραχών περιλαμβάνουν κάποια από τα ακόλουθα στοιχεία:
- Κοινή νευροπαθολογία
- Γενετική προδιάθεση
- Διαταραχές στην ανάπτυξη
- Δευτερογενής επιληπτογένεση
- Μεταβολή της ευαισθησίας του υποδοχέα
- Δευτερογενείς ενδοκρινικές μεταβολές
- Πρωτοπαθής, ανεξάρτητη ψυχιατρική ασθένεια
- Συνέπεια της ιατρικής ή χειρουργικής θεραπείας
- Συνέπεια του ψυχοκοινωνικού βάρους της επιληψίας
Πολλαπλοί αλληλεπιδραστικοί βιολογικοί και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες καθορίζουν τον κίνδυνο εμφάνισης είτε σχιζοφρενικής ψύχωσης είτε μείζονος κατάθλιψης σε ασθενείς με επιληψία. Oι διαταραχές της συμπεριφοράς στην επιληψία έχουν πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου και πολλαπλές αιτιολογίες.
Λόγω της φαινομενολογίας της επιληψίας, η στενή σχέση μεταξύ της επιληψίας και της ψυχιατρικής έχει μακρά ιστορία. Η παραδοσιακή προσέγγιση της φροντίδας της επιληψίας είναι να επικεντρωθεί στις επιληπτικές κρίσεις και τη θεραπεία τους. Η συγκέντρωση μόνο στη θεραπεία των επιληπτικών κρίσεων, οι οποίες καταλαμβάνουν μόνο ένα μικρό ποσοστό της ζωής του ασθενούς, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει πολλά από τα ζητήματα που έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του ασθενούς με επιληψία.
«Η ολοκληρωμένη φροντίδα του επιληπτικού ασθενούς απαιτεί προσοχή στις ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες της επιληψίας καθώς και στον έλεγχο των επιληπτικών κρίσεων» (J.C. Sackellares and S. Berent, Psychological disturbances in epilepsy. 1996)
Αν και αναμφίβολα σημαντικό στη φροντίδα του ασθενούς με επιληψία, η πρόοδος στη νευρολογική διάγνωση και θεραπεία έτεινε να συγκαλύψει τις συμπεριφορικές εκδηλώσεις της επιληψίας μέχρις ότου ο Gibbs (1935) επέστησε την προσοχή στην υψηλή συχνότητα διαταραχών συμπεριφοράς σε ασθενείς με επιληψία του κροταφικού λοβού.
Συχνότητα ψυχιατρικών διαταραχών σε ασθενείς με επιληψία
Εκτιμάται ότι το 20-30% των ασθενών με επιληψία έχουν ψυχιατρικές διαταραχές. Το 58% αυτών των ασθενών έχει ιστορικό καταθλιπτικών επεισοδίων, το 32% έχει αγοραφοβία χωρίς πανικό ή άλλη διαταραχή άγχους και το 13% έχει ψυχώσεις.
Ο κίνδυνος ψύχωσης σε ασθενείς με επιληψία μπορεί να είναι 6-12 φορές μεγαλύτερος από τον γενικό πληθυσμό, με ποσοστό επικράτησης περίπου 7-8%. σε ασθενείς με επιληπτική κρίση του κροταφικού λοβού, ο επιπολασμός έχει αναφερθεί ότι κυμαίνεται από 0-16%.
Οι διαφορές στα ποσοστά μπορεί να προκύψουν από τις διαφορές στους πληθυσμούς που μελετήθηκαν, τις χρονικές περιόδους που ερευνήθηκαν και τα διαγνωστικά κριτήρια.
Οι πιο κοινές ψυχιατρικές καταστάσεις στην επιληψία είναι η κατάθλιψη, το άγχος και η ψύχωση.
Ο Kanner έχει παρατηρήσει ότι τα συμπτώματα της κατάθλιψης σε ασθενείς με επιληψία είναι διαφορετικά από αυτά των ασθενών χωρίς επιληψία. Πιστεύει ότι οι ασθενείς με επιληψία που αισθάνονται ότι δικαιούνται θεραπεία αντικαταθλιπτικής αγωγής, συχνά δεν πληρούν τα τυπικά κριτήρια DSM για μια διαταραχή της διάθεσης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα της κατάθλιψης στην επιληψία μπορεί να υποτιμηθεί με τη χρήση οργάνων μέτρησης σχεδιασμένων για χρήση σε ψυχιατρικούς ασθενείς.
Ο Kanner συνέχισε με την έρευνα αυτή χρησιμοποιώντας τα κριτήρια ψυχικών διαταραχών, DSM-IV. Τα περισσότερα συμπτώματα παρουσιάζονται σε συρρίκνωση με ασυμπτωματικές περιόδους. Αναφέρθηκε σε αυτή τη μορφή κατάθλιψης ως «δυσθυμική-τύπου διαταραχή της επιληψίας».
Οι Caplan et al πιστεύουν ότι η κατάθλιψη σε παιδιά και εφήβους με επιληψία τείνει να παρουσιάζει διαφορετική εμφάνιση από αυτήν που παρατηρείται σε ενήλικες με επιληψία, παρόλο που μερικοί εφήβοι με κατάθλιψη μπορεί να παρουσιάσουν σύνδρομο παρόμοιο με αυτό που παρατηρείται στους ενήλικες. Αναφέρουν επίσης, ότι τα παιδιά με κατάθλιψη συχνά δεν φαίνονται λυπημένα και ότι η κατάθλιψη μπορεί να εκδηλωθεί από τα ακόλουθα συμπτώματα: επιθετικότητα, αντίφραση, εκνευρισμό, θυμός, ευερεθιστότητα.
Οι ασθενείς με επιληπτικές κρίσεις θα πρέπει να κάνουν τεστ και ψυχοδιαγνωστικό έλεγχο για τυχόν ψυχιατρικές παθήσεις ή συμπεριφορικές διαταραχές που προυπάρχουν ή που προκύπτουν λόγω φαρμακευτικής αγωγής και να λαμβάνουν παράλληλα ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση.
Πηγές:
J.C. Sackellares and S. Berent, Psychological disturbances in epilepsy. 1996
Psychiatric Disorders Associated With Epilepsy. Updated: Feb 04, 2016 Author: Fahad Salih Algreeshah, MD; Chief Editor: Jose E Cavazos, MD, PhD, FAAN, FANA, FACNS, FAES
www.WHO.int