Μία από τις σοβαρότερες ψυχολογικές διαταραχές που έχει συγκεντρώσει μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια είναι η ψυχογενής ανορεξία.
Ο όρος νευρική (ανορεξία) καθιερώθηκε το 1873 από τον Σερ Γουίλλιαμ Γκαλ Sir William Gull έναν από τους προσωπικούς γιατρούς της Βασίλισσας Βικτωρίας. Ο όρος έχει ελληνική προέλευση από το ἀν -( πρόθεμα που δηλώνει άρνηση) και το ὄρεξις (όρεξη) άρα σημαίνει έλλειψη της επιθυμίας του ατόμου να τραφεί. (Βικιπαίδεια)
Μια ανασκόπηση σχεδόν πενήντα ετών έρευνας επιβεβαιώνει ότι η νευρική ανορεξία έχει το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας οποιασδήποτε ψυχιατρικής διαταραχής (Arcelus, Mitchel, Wales & Nelson, 2011). Η ψυχογενής νευρική ανορεξία θεωρείται απειλητική για τη ζωή του ατόμου λόγω των επιπτώσεων της απώλειας βάρους και της στέρησης στο σώμα και τον εγκέφαλο.
Συμπτωματολογία
Βασικό κριτήριο της διαταραχής είναι ο περιορισμός στην πρόσληψη τροφής καθώς το άτομο φοβάται μήπως πάρει κιλά και γίνει παχύ. Ο περιορισμός αυτός οδηγεί σε σημαντικά χαμηλό βάρος σώματος, σε σχέση με την ηλικία, το φύλο, το αναπτυξιακό στάδιο και τη σωματική υγεία του ατόμου. Τα άτομα με νευρική ανορεξία συνεχίζουν να νιώθουν πείνα αλλά επιτρέπουν στους εαυτούς τους μόνο πολύ μικρές ποσότητες φαγητού υπό το φόβο ότι θα πάρουν βάρος. Η μέση ημερήσια πρόσληψη θερμίδων για άτομα με ανορεξία είναι 600-800 θερμίδες αλλά υπάρχουν και ακραίες περιπτώσεις ολικής αθρεψίας. Ένας δεύτερος τύπος νευρικής ανορεξίας είναι ο βουλιμικός με διαστήματα υπερφαγίας και εμμονή ελέγχου των θερμίδων μέσω εμετού μετά το φαγητό ή με την κατάχρηση καθαρτικών και κατάλληλων σκευασμάτων για τον καθαρισμό από την τροφή.
Ένα ακόμα διαγνωστικό κριτήριο για τη συγκεκριμένη διαταραχή είναι η εικόνα του σώματος. Τα άτομα που υποφέρουν από ψυχογενή ανορεξία έχουν διαταραγμένη αντίληψη της εικόνας του σώματος τους και μια ισχυρή πεποίθηση ότι το σώμα τους ή διάφορα μέρη του είναι πολύ παχιά ακόμη κι όταν είναι κάτω από το κατώτερο φυσιολογικό βάρος.
Χαρακτηριστικό επίσης της ανορεξίας είναι η ντροπή για το σώμα. Η ντροπή για το σώμα σε γυναίκες ή άντρες που πάσχουν από αυτή τη διαταραχή, δημιουργείται ως αποτέλεσμα μιας γονεϊκής κριτικής και απόρριψης της εμφάνισης του εφήβου, ή μετά από βίωματα κακοποίησης και σεξουαλικής βίας (Gilbert & Miles, 2002, Goss & Gilbert, 2002). Η ντροπή για το σώμα προκαλεί δυσαρέσκεια, υπερβολική ενασχόληση με το σώμα και πολλά διατροφικά προβλήματα (Bell & Rushforth, 2008).
Συνήθεις είναι και οι περιπτώσεις διπλής διάγνωσης ή συννοσηρότητας όπου οι ασθενείς εκτός από τη διατροφική διαταραχή, παρουσιάζουν:
Υποκείμενο άγχος
Κατάθλιψη
Διαταραχές διάθεσης
Διαταραχές προσωπικότητας
Ακόμη και θέματα αυτοτραυματισμού
Αιτιολογία
Πολλοί παράγοντες ενισχύουν την εκδήλωση της συγκεκριμένης διαταραχής χωρίς να έχει καταγραφεί ένα ακριβές αίτιο. Οι οικογένειες με ανορεξικούς εφήβους περιγράφηκαν ως περισσότερο αυστηρές στην οργάνωση τους συγκριτικά με τις αυτοαναφορές των εφήβων, με δυσδιάκριτα διαπροσωπικά όρια και με τάση να αποφεύγονται οι ανοικτές συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ γονέων και παιδιών. Συνήθως αυτοί οι γονείς έχουν αποτύχει στην μεταξύ τους συνεννόηση ως προς τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού τους.
Σύμφωνα με τη γνωστική – συμπεριφορική προσέγγιση, η βασική ερμηνεία που δίδεται είναι ότι οι διατροφικές διαταραχές δημιουργούνται λόγω της αίσθησης της απώλειας ελέγχου που βιώνει ο έφηβος πάνω σε θέματα ζωής ( Crisp,1980).
Επειδή, ωστόσο, είναι απαραίτητη μια ελάχιστη αίσθηση ελέγχου για να υπάρχουμε, ο έλεγχος στρέφεται προς το σώμα. Επομένως, όσο πιο αυστηροί είναι οι γονείς και παρεμβατικοί (ελεγκτικοί) στη ζωή του εφήβου, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες ο έφηβος να αναπτύξει διατροφική διαταραχή (εφόσον, βέβαια, συνάδουν και άλλοι παράγοντες).
Οι έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα που νιώθουν δυσαρεστημένα με το σώμα τους είναι ευάλωτα στην ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών, ενώ εμφανίζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση (Polivy & Herman, 2002). Η χαμηλή αυτοεκτίμηση βρέθηκε να συνδέεται άμεσα με τις υψηλές προσδοκίες και τα λεκτικά και μη λεκτικά μηνύματα τελειομανών γονέων. Οι έφηβοι ενδοπροβάλλουν την αρνητική κριτική των γονέων και νιώθουν ότι υπολείπονται στην σύγκριση του εαυτού τους με το γονεικό πρότυπο (Bell & Rushforth, 2008).
ΨυχοΘεραπεία
Σε περιπτώσεις εφηβικής ανορεξίας οι γονείς συμμετέχουν και μαθαίνουν να υποστηρίζουν το παιδί τους με τη βοήθεια ψυχολόγου και φυσικά με την κατάλληλη ιατρική φροντίδα. Η θεραπεία κινητοποιεί τους γονείς να βοηθήσουν το παιδί τους με επανατροφοδότηση και αποκατάσταση του βάρους έως ότου το παιδί μπορεί να κάνει κατάλληλες επιλογές για την υγεία του.
Ατομικά και σε ενήλικες, κατά τη θεραπευτική διαδικασία είναι σημαντικό να χρησιμοποιηθούν τεχνικές από τη Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία και στη συνέχεια τη Θεραπεία Σχημάτων. Η Θεραπεία σχημάτων αναζητά ποιες πυρηνικές ανάγκες της παιδικής ηλικίας δεν καλύφθηκαν, παρεμβαίνει σε συναισθηματικό επίπεδο αλλά και στους μηχανισμούς συντήρησης των διατροφικών διαταραχών. Ο κύριος στόχος είναι να εξομαλύνει τα μοτίβα διατροφικής κατανάλωσης και τις συμπεριφορές ώστε να υποστηρίξει την αύξηση βάρους. Ο δεύτερος στόχος είναι να βοηθήσει στην αλλαγή των παθολογικών πεποιθήσεων και των σκέψεων που διατηρούν την περιοριστική κατανάλωση φαγητού.
Ευχαριστούμε και την ψυχολόγο Νικολέτα Μαυρίδου για τη συμμετοχή στο άρθρο μας