Η κοινωνική φοβία ή αλλιώς κοινωνική διαταραχή άγχους, ανήκει στην κατηγορία των διαταραχών άγχους και έχει ως βασικά χαρακτηριστικά της το έντονο άγχος ή το φόβο που βιώνει το άτομο όταν συμμετέχει σε καθημερινές κοινωνικές καταστάσεις κατά την διάρκεια των οποίων είναι πιθανό να εκτεθεί σε κριτική από άλλους ή γενικότερα όταν νιώθει ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. Παραδείγματα τέτοιων κοινωνικών αλληλεπιδράσεων θα μπορούσε να είναι μια επαγγελματική ομιλία σε ένα συνέδριο, ένα πάρτι γενεθλίων, βγαίνοντας έξω για φαγητό ή συμμετέχοντας σε μια συζήτηση .
Τα άτομα που πάσχουν από κοινωνική φοβία συνήθως αποφεύγουν τις κοινωνικές εκδηλώσεις εμφανίζοντας δυσανάλογο φόβο και άγχος σε σχέση με την κοινωνική κατάσταση στην οποία πρόκειται να συμμετάσχουν. Το στατιστικό και διαγνωστικό εγχειρίδιο (DSM-V) αναφέρει ότι ο επίμονος φόβος, το άγχος και η αποφυγή πρέπει να είναι παρόντα για τουλάχιστον έξι μήνες καθώς επίσης η διαταραχή να μην είναι αποτέλεσμα δράσης μιας ουσίας ή άλλης ιατρικής καταστάσεως και αν μια άλλη ιατρική κατάσταση είναι παρούσα, ο φόβος. το άγχος και η αποφυγή να είναι ασύνδετη ή δυσανάλογη με την ιατρική κατάσταση. Τέλος η κοινωνική φοβία δεν πρέπει να εξηγείται καλύτερα από μια άλλη ψυχική διαταραχή και φυσικά νοείται ως διαταραχή όταν επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την λειτουργικότητα του ατόμου (σε επαγγελματικούς ,κοινωνικούς τομείς).
Οι διαταραχές άγχους μοιράζονται ορισμένα κλινικά συμπτώματα τα οποία είναι κοινά μεταξύ τους υπάρχουν διαγνωστικά κριτήρια (DSM–VICD 10) τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως ενημερωτικοί οδηγοί για την διάγνωση άλλα δεν μπορούν υποκαταστήσουν την επίσκεψη σε έναν εξειδικευμένο επαγγελματία ψυχικής υγείας. Όσον αφορά λοιπόν την κλινική εικόνα των ανθρώπων που πάσχουν από κοινωνική διαταραχή άγχους αυτή θα μπορούσε να αναλυθεί σε τρία επίπεδα, τις σωματικές εκδηλώσεις (συμπτώματα), νοητικές εκδηλώσεις (σκέψεις) και τέλος τη συμπεριφορά.
Τα σωματικά συμπτώματα τα οποία αναφέρουν οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτή τη φοβία συνήθως περιλαμβάνουν, εφίδρωση, τρέμουλο, ταχυπαλμία, διάρροια. Μελέτες που αξιολόγησαν τις σωματικές αντιδράσεις ανθρώπων που πάσχουν από κοινωνική φοβία όταν εκθέτονται σε φοβικές καταστάσεις έδειξαν κοινά συμπτώματα με άλλες διαταραχές άγχους που παραπέμπουν σε αυξημένη διέγερση (αυξημένο καρδιακό ρυθμό και αυξημένη αρτηριακή πίεση). Άλλα χαρακτηριστικά ωστόσο είναι πιο συγκεκριμένα στην κοινωνική φοβία. Σε σύγκριση με αυτούς που πάσχουν από διαταραχή πανικού, οι ασθενείς με κοινωνική φοβία παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα στο κοκκίνισμα (προσώπου), μυικές συσπάσεις, τραυλισμό και ξηροστομία ενώ είναι λιγότερο πιθανόν να εμφανίσουν ζάλη ή αναπνευστικά προβλήματα.
Εδώ ίσως αξίζει να σημειωθεί, ότι οι άνθρωποι που πάσχουν από διαταραχή πανικού τις περισσότερες φορές αποδίδουν τις προερχόμενες από το άγχος σωματικές ενοχλήσεις σε ιατρικές παθήσεις για αυτό και είναι σύνηθες φαινόμενο να επισκέπτονται γιατρούς πολύ πριν αποφασίσουν να επισκεφτούν επαγγελματίες ψυχική υγείας. Από την άλλη αυτοί που πάσχουν από κοινωνική φοβία ερμηνεύουν τις σωματικές εκδηλώσεις του άγχους λιγότερο ως ιατρική κατάσταση και περισσότερο ως αποτέλεσμα του κοινωνικού άγχους και φόβου που βιώνουν.
Αυτό όμως που αποτελεί ένα από τα βασικά κλινικά χαρακτηριστικά το οποίο ξεχωρίζει στους ανθρώπους που πάσχουν από κοινωνική φοβία σε σχέση με άλλες διαταραχές άγχους, είναι οι γνωστικές τους διεργασίες, δηλαδή ο τρόπος που σκέφτονται, ειδικότερα ο φόβος ότι θα ντροπιαστούν, θα γελοιοποιηθούν, θα ταπεινωθούν και ότι θα επικριθούν αρνητικά από άλλους. Τα άτομα με κοινωνικό άγχος θεωρούν την αλληλεπίδραση τους με άγνωστα άτομα και καταστάσεις ως μια τρομακτική εμπειρία ,ακόμη και ευχάριστες εκδηλώσεις, όπως ένα γαμήλιο γλέντι ή ένα πάρτι μπορεί να προκαλέσουν φόβο και άγχος. Σκέψεις όπως ότι θα μιλήσουν αδέξια ή δεν θα πουν το σωστό ή ότι θα παρουσιάσουν συμπτώματα άγχους (εφίδρωση, κοκκίνισμα) ότι θα τρέμουν ή ότι θα ρίξουν το φαΐ τους στο πάτωμα και μια σειρά άλλων γνωστικών στρεβλώσεων, συχνά συνοδεύουν τα άτομα με κοινωνική φοβία.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής φοβίας εκτός από το άγχος και το φόβο, τα οποίο εμφανίζονται κατά την διάρκεια μια φοβικής καταστάσεως, είναι το λεγόμενο ‘προσδοκώμενο’ άγχος. Εξαιτίας του προσδοκώμενου άγχους ο πάσχων μπορεί να βιώνει κοινωνικό άγχος ή να ανησυχεί για μια επερχόμενη εκδήλωση ακόμη και εβδομάδες ή μήνες πριν την πραγματοποίηση της.
Τα άτομα με κοινωνική φοβία συνήθως χαρακτηρίζονται από τους άλλους ως ‘ήσυχα’, ‘ντροπαλά’ , ‘εσωστρεφή’, όσον αφορά όμως την συμπεριφορά τους ένα από τα πιο συχνά χαρακτηριστικά της διαταραχής είναι η αποφυγή. Συνήθως οι πάσχοντες, είτε ενεργά είτε εμμέσως και παθητικά, υπό τον φόβο του κοινωνικού άγχους απομονώνουν τους εαυτούς τους, αποφεύγουν κοινωνικές καταστάσεις απορρίπτουν προσκλήσεις σε κοινωνικές εκδηλώσεις, σταματούν την εργασία τους φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να απομονώνονται σπίτι τους επικοινωνώντας μόνο ή και καθόλου, με μέλη της οικογενείας τους. Είναι τόσο βαθιά εντυπωμένα αυτά τα μοτίβα συμπεριφοράς στο τρόπο ζωής των ασθενών, όπου πολλές φορές δεν αναγνωρίζονται ως συμπτώματα από τους ίδιους .
Η κοινωνική φοβία έχει σημαντικές επιπτώσεις σε διάφορους τομείς της ζωής του ασθενή όπως στον επαγγελματικό, τον ακαδημαϊκό τομέα και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Τα άτομα που πάσχουν, εάν εργάζονται, είναι συνήθως επαγγελματικά στάσιμοι, διαλέγουν δουλειές που δεν απαιτούν δημόσιες επαφές και γενικότερα καταλαμβάνουν θέσεις χαμηλότερης επαγγελματικής αξίας σε σχέση με τα πραγματικά προσόντα τους. Αυτό συμβαίνει γιατί συνήθως αποφεύγουν τις επαγγελματικές συνεντεύξεις ή τις προαγωγές ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική επαφή που βοηθά στην επαγγελματική τους εξέλιξη, φοβούμενοι το κοινωνικό άγχος.
Στις διαπροσωπικές σχέσεις το βασικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων αυτών είναι η μοναξιά,.Δεν απορρίπτουν συνειδητά την ανθρώπινη επαφή διαλέγοντας τη μοναξιά και την απομόνωση, είναι το αυξημένο άγχος και ο φόβος που τελικά υπερνικά την ανάγκη τους για ανθρώπινη επαφή και αυτό είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιεί την κοινωνική φοβία από τις υπόλοιπες διαταραχές άγχους. Για παράδειγμα η πλειοψηφία αυτών που πάσχουν από αγοραφοβία ή πανικό μπορεί να είναι κοινωνικοί και να απολαμβάνουν την παρέα άλλα και την συζήτηση με άλλους.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της κοινωνικής φοβίας στην λειτουργικότητά του ατόμου (εργασία, σχέσεις) δημιουργούν το κατάλληλο υπόστρωμα για την εμφάνιση και άλλων διαταραχών παράλληλα με την πρωτεύουσα διαταραχή, κάτι που είναι γνωστό ως συννοσηρότητα. Για παράδειγμα αυτοί που πάσχουν από κοινωνική φοβία είναι πιθανόν να εμπλακούν σε κατάχρηση ουσιών στην προσπάθεια τους να αυξήσουν την κοινωνικότητα τους, άλλοι εξαιτίας της κοινωνικής απομόνωσης μπορεί να αναπτύξουν διαταραχές συναισθήματος όπως δευτερεύουσα κατάθλιψη και κάποιοι άλλοι διαφορετικές διαταραχές άγχους. Τέλος όσον άφορα τη διάγνωση είναι σημαντικό η αξιολόγηση να γίνεται από εξειδικευμένους επαγγελματίες και κατά περίπτωση, γιατί όπως και σε άλλες διαταραχές έτσι και στην κοινωνική φοβία υπάρχουν αρκετά κοινά στοιχεία με άλλες διαταραχές, για παράδειγμα με άλλες διαταραχές άγχους (διαταραχή πανικού), διαταραχές συναισθήματος (κατάθλιψη ), διαταραχές προσωπικότητας (αποφευκτική διαταραχή) ή ακόμη μπορεί να μην υπάρχει καμιά διαταραχή και απλά ένα άτομο να είναι είναι εν γένει ντροπαλό.
Ο μηχανισμός ο οποίος μπορεί να εξηγήσει τα αίτια της κοινωνικής φοβίας είναι σύνθετος, σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να τον χωρίσουμε σε τρεις διαστάσεις την γενετική, την βιολογική και την ψυχοκοινωνική. Σε γενετικό επίπεδο, κυρίως μετά από έρευνες σε ποντίκια έχουν αναγνωριστεί κάποιοι γενετικοί δείκτες που ίσως συνδέονται με τους μηχανισμούς μαθήσεως του φόβου. Εδώ να ξεκαθαριστεί ότι δεν μιλάμε για γονίδια υπεύθυνα γα την κοινωνική φοβία αυτή καθ ‘αυτή, ίσως κάποιοι άνθρωποι να είναι περισσότερο προδιατεθειμένοι στο άγχος και τους μηχανισμούς του. Σε νευροβιολογικό επίπεδο οι περισσότερες έρευνες επικεντρώνονται σε μια δομή τους εγκεφάλου γνωστή ως ‘αμυγδαλή’ και σε τρία ορμονικά συστήματα το ντοπαμινεργικό, σεροτονινεργικό και νοραδρενεργικό. Το τρίτο και αρκετά σημαντικό επίπεδο είναι το ψυχοκοινωνικό, αρκετοί ασθενείς με κοινωνική φοβία τείνουν να αναφέρουν παιδικά βιώματα απόρριψης , μείωσης, λογοκρισίας και υπερβολικής κριτικής από γονείς και συνομηλίκους κάτι που οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και κοινωνική αποξένωση. Είναι πιθανόν μια σειρά τραυματικών εμπειριών και δυσάρεστων γεγονότων να οδηγεί σε απώλεια της αυτοπεποίθησης του ατόμου, σε αυξημένο άγχος, σε κακή απόδοση, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο σκέψεων και συμπεριφοράς τα οποία σταδιακά πιθανόν να οδηγήσουν στην εμφάνιση της κοινωνικής φοβίας.
Όπως και οι περισσότερες διαταραχές άγχους έτσι και η κοινωνική φοβία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, είτε μέσω της ψυχοθεραπείας ή της φαρμακοθεραπείας. Το είδος ψυχοθεραπείας το οποίο φαίνεται να έχει τα καλύτερα αποτελέσματά είναι η γνωσιακή-συμπεριφορική. Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία συνήθως αποτελείται από δώδεκα εβδομαδιαίες συνεδρίες όπου στη γνωστική συνιστώσα της θεραπείας ο ασθενής μαθαίνει να αναγνωρίζει και στη συνέχεια να αξιολογεί και να αλλάζει τις αρνητικές σκέψεις, ενώ στο συμπεριφορικό κομμάτι ο ασθενής εξοικειώνεται με τις καταστάσεις που του προκαλούν κοινωνικό άγχος και φόβο μαθαίνοντας να ελέγχει παράλληλα και τις σωματικές εκφάνσεις τους.
Φαρμακοθεραπευτικά οι αναστολείς μονοαμινοξειδασης (MAOI) και οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) φαίνεται να έχουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Σε γενικές γραμμές η ψυχοθεραπεία και η φαρμακοθεραπεία είναι πρώτης γραμμής θεραπείες για την κοινωνική φοβία. Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα οφέλη για τον ασθενή, άλλα απαιτεί περισσότερο χρόνο και αφοσίωση. Από την άλλη η φαρμακευτική αγωγή λειτουργεί σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα γρηγορότερα, ειδικότερα στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων βελτιώνοντας όμως και μακροπρόθεσμα κάποιες κοινωνικές λειτουργίες του ασθενή (επαγγελματικό, ακαδημαϊκό). Όπως και σε πολλές διαταραχές έτσι και στην κοινωνική φοβία τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι τα φάρμακα δεν προσφέρουν θεραπεία άλλα αντιμετώπιση. Η επιλογή θεραπείας γίνεται συνήθως κατά περίπτωση και σε συνεννόηση του ειδικού με τον ασθενή.